Διεθνής ορολογία
ωωω
Ταξινομημένα προς το παρόν Κατά τελευταία ενημέρωση (αύξουσα) Ταξινόμηση χρονολογικά: Κατά τελευταία ενημέρωση | Κατά ημερομηνία δημιουργίας
Compulsory insurance | |||
---|---|---|---|
Η ασφάλιση που ένα άτομο είναι υποχρεωμένο από το νόμο να έχει. | |||
Cut - through clause | |||
---|---|---|---|
Μια ρήτρα σε μια αντασφαλιστική σύμβαση, όπου σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή ο αντασφαλιστής θα φέρει ευθύνη για το μερίδιο του. | |||
Declared value | |||
---|---|---|---|
H δηλωμένη αξία πρέπει να γνωστοποιείται στους ασφαλιστές στην αρχή της περιόδου ασφάλισης και σε κάθε μελλοντική ανανέωση. | |||
Directive | |||
---|---|---|---|
Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα μέλη - κράτη, που απαιτεί από κάθε χώρα να αναπροσαρμόσει τη νομοθεσία της στα θέματα που καθορίζονται σε αυτή. | |||
Due diligence | |||
---|---|---|---|
Το καθήκον του πλοιοκτήτη ή του ιδιοκτήτη του φορτίου να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της περιουσίας τους από τους ενδεχόμενους κινδύνους. | |||
English law and practice clause | |||
---|---|---|---|
Οι ρήτρες που χρησιμοποιούνται στις θαλασσασφαλίσεις και διέπονται από τους σχετικούς αγγλικούς νόμους. | |||
Fire interruption insurance | |||
---|---|---|---|
Ασφάλιση διακοπής εργασιών έναντι πυρκαγιάς. | |||
Fraudulent claim | |||
---|---|---|---|
Η δόλια απαίτηση. | |||
Gross premium | |||
---|---|---|---|
Το μικτό ασφάλιστρο. | |||